ωτακουστήριος

ωτακουστήριος
-α, -ο, Ν
φρ. «ωτακουστήρια στοά»
στρ. στοά από το άκρο τής οποίας συλλαμβάνονται με την βοήθεια ειδικών οργάνων οι διά μέσου τού εδάφους μεταδιδόμενοι ήχοι τών υπονομευτικών εργασιών τού εχθρού σε καιρό πολέμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠτακουστῶ + επίθημα -τήριος* (πρβλ. δρασ-τήριος). Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στο Λεξικόν Στρατιωτικών Όρων τού Αντ. θ. Ηπίτη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”